τασκεμπάπ

τασκεμπάπ
το, Ν
άκλ. είδος εδέσματος το οποίο παρασκευάζεται με κοκκινιστό κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια και με λεπτοκομμένα κρεμμύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tas-kebabi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τασκεμπάπ(ι) — το άκλ. (λ. τουρκ.), φαγητό με κρέας και ψιλοκομμένα κρεμμύδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”